- κήνσωρ
- (censor). Ανώτερο δημόσιο αξίωμα της αρχαίας Ρώμης, που καθιερώθηκε σύμφωνα με την παράδοση το 443 π.Χ. Οι κ. ήταν δύο και εκλέγονταν από τις συνελεύσεις των εκατόνταρχων κάθε πενταετία. Αρχικά, μόνο πατρίκιοι καταλάμβαναν αυτό το αξίωμα, αλλά από το 351 π.Χ. και μετά εκλέγονταν και πληβείοι. Κύριο έργο τους ήταν η αποτίμηση των περιουσιών, η επιμέλεια των ηθών, η σύνταξη των καταλόγων των συγκλητικών και των ιππέων καθώς και ο έλεγχος της κρατικής οικονομίας. Οι δικαιοδοσίες του κ. περιορίστηκαν σταδιακά και στα χρόνια του Σύλλα το αξίωμα αυτό είχε μικρή σημασία., ενώ άρχισε να εξαφανίζεται την εποχή του Αυγούστου (1ος αι. π.Χ.). Στα ελληνικά, ο κ. ονομαζόταν τιμητής.
* * *ο (ΑΜ κήνσωρ και κένσωρ -ορός ή, ορθ., -ωρος)νεοελλ.-μσν.(επί βενετοκρατίας στα Επτάνησα) τιμητικό αξίωμααρχ.(στη Ρώμη) τιμητής, αξίωμα που έφεραν δύο άρχοντες οι οποίοι διενεργούσαν την απογραφή τών πολιτών και την εκτίμηση τής περιουσίας τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. censor «τιμητής»].
Dictionary of Greek. 2013.